χειρούργηση

χειρούργηση
η, Ν
χειρουργική επέμβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρουργώ. Η λ., στον πληθ. χειρουργήσεις, μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Πρινάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χειρούργηση — η χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χειρούργο ή στη χειρούργηση: Έκαμε μια χειρουργική επέμβαση που πέτυχε απόλυτα. 2. το θηλ. ως ουσ., χειρουργική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”